παράλειψη η — παράλειψη, η αμέλεια, απροθυμία, αφροντισιά: Είναι ασυγχώρητη παράλειψη να μην επισκεφτείς το φίλο μας στη γιορτή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλείψῃ — παραλείψηι , παράλειψις neglect fem dat sg (epic) παραλείφω bedaub with ointment aor subj mid 2nd sg παραλείφω bedaub with ointment aor subj act 3rd sg παραλείφω bedaub with ointment fut ind mid 2nd sg παραλείπω leave on one side fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείας, παράλειψη — Το άρθρο 288 § 2 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα χαρακτηρίζει ως «παράλειψη οφειλομένης βοηθείας» τη μη παροχή συνδρομής σε περιπτώσεις δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης και την τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι και έξι μηνών. Προϋπόθεση του… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek